φορέσει

φορέσει
φόρεσις
wearing of apparel
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φορέσεϊ , φόρεσις
wearing of apparel
fem dat sg (epic)
φόρεσις
wearing of apparel
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφόρος — ἀνθρωποφόρος, ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό) αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη σάρκα «τὸ δεῑν προσκυνεῑν μὴ σάρκα θεοφόρον ἀλλά θεὸν ἀνθρωποφόρον» (Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • ασαγής — ἀσαγής, ές (Μ) αυτός που δεν έχει φορέσει ή δεν έχει συνηθίσει να φορά σαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σαγή (< σάττω) «σαμάρι»] …   Dictionary of Greek

  • ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… …   Dictionary of Greek

  • αστέφανος — η, ο (Α ἀστέφανος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος 2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο αρχ. αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος …   Dictionary of Greek

  • αστεφάνωτος — η, ο (AM ἀστεφάνωτος, ον) αυτός που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει φορέσει το στεφάνι του γάμου μσν. νεοελλ. όποιος δεν έχει στεφανωθεί στην εκκλησία και συζεί παράνομα νεοελλ. αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί τιμητικό στεφάνι αρχ. εκείνος …   Dictionary of Greek

  • βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • εμπορπώ — ( άω) (Α ἐμπορπῶ, άω, ιων. τ. ἐμπορπέω) 1. στερεώνω το ρούχο με πόρπη ή περόνη στον ώμο, συγκρατώ, κουμπώνω 2. μέσ. φορώ ρούχα κουμπωμένα με πόρπη στον ώμο («ἐμπεπορπημένος διπλᾱ τὰ ἱμάτια» που είχε φορέσει αναδιπλωμένο και συγκρατημένο με πόρπη… …   Dictionary of Greek

  • ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”